- παράκλητε
- παράκλητοςcalled to one's aidmasc/fem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επταχάριτος — ἑπταχάριτος, ον (Μ) γεμάτος θεία χάρη («Παράκλητε, ἑπταχάριτον τῆς ἀληθείας πνεῡμα») … Dictionary of Greek